Βαμβάκι: Πολύτιμο και αναντικατάστατο

25-02-2014, 12:03
Βαμβάκι: Πολύτιμο και αναντικατάστατο

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΥΓΟΥΛΑΣ

Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Το βαμβάκι είναι φυτό που κατάγεται από θερμά κλίματα και θερμές περιοχές, καλλιεργείται, όμως, σήμερα σε περισσότερες από 90 χώρες. Για πολλές από τις χώρες αυτές, ιδίως τις πιο μικρές, αποτελεί κύρια πηγή εργασίας και συναλλάγματος, όπως π.χ. για αρκετές χώρες της Αφρικής (Ουγκάντα, Μοζαμβίκη, Σουδάν, Ζάμπια, Νιγηρία, Τανζανία, Ζιμπάμπουε, Ακτή του Ελεφαντοστού, Μπενίν, Μπουργκίνα Φάσο, Σενεγάλη, Τσαντ, Τόγκο, Μάλι κ.ά.). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στη Ζάμπια π.χ. δραστηριοποιούνται 180.000 μικροί παραγωγοί βαμβακιού.

 

Η παγκόσμια καλλιεργούμενη έκταση, αυξημένη τα τελευταία χρόνια, ανέρχεται σε 370-400 εκατομμύρια στρέμματα (37-40 εκατ. εκτάρια) και η παραγωγή σε εκκοκκισμένο βαμβάκι υπολογίζεται κάθε χρόνο σε περίπου 25 εκατ. τόνους ή 110 εκατ. μπάλες (1 μπάλα = 226,8 κιλά ή 500 pounds). Η παραγωγή σε σύσπορο βαμβάκι είναι περίπου τριπλάσια. Η παγκόσμια μέση στρεμματική απόδοση σε εκκοκκισμένο βαμβάκι είναι 60-65 κιλά και σε σύσπορο 180-195 κιλά. Η χώρα μας, στην οποία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 90-100 κιλά και 270-300 κιλά, κατατάσσεται πέμπτη στον κόσμο όσον αφορά τις μέσες στρεμματικές αποδόσεις, με πρώτη στον σχετικό πίνακα την Αυστραλία. Οι δέκα κυριότερες χώρες παραγωγής βαμβακιού στον κόσμο είναι η Κίνα, η Ινδία, οι ΗΠΑ, το Πακιστάν, η Βραζιλία, το Ουζμπεκιστάν, η Τουρκία, η Αυστραλία, το Τουρκμενιστάν και η Αργεντινή. Οι πέντε σπουδαιότερες εξαγωγικές χώρες είναι οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Βραζιλία, η Αυστραλία και το Ουζμπεκιστάν, ενώ οι κυριότερες χώρες εισαγωγής βαμβακιού είναι η Κορέα, η Ταϊβάν, η Ρωσία και η Ιαπωνία. Το παγκόσμιο εξαγωγικό εμπόριο του βαμβακιού φτάνει κάθε χρόνο τα 12 δισ. δολάρια, από τα οποία 5 δισ. δολάρια προέρχονται από τις ΗΠΑ και 2 δισ. δολάρια από τις χώρες της Αφρικής. Στο πλαίσιο του παγκόσμιου εμπορίου βαμβακιού διακινούνται κάθε χρόνο 8,0-10 εκατ. τόνοι, με κύρια χώρα, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές ποσότητες, την Κίνα. Κατά την περίοδο 2013-14 στο παγκόσμιο εμπόριο βαμβακιού διακινήθηκαν 8,5 εκατ. τόνοι, 1 εκατομμύριο τόνοι λιγότεροι από την προηγούμενη περίοδο, εξαιτίας των μειωμένων εισαγωγών της Κίνας, που, ειρήσθω εν παρόδω, είναι η μεγαλύτερη παραγωγός, αλλά και η μεγαλύτερη σε εισαγωγές βαμβακιού χώρα στον κόσμο.

Να σημειωθεί, ακόμα, ότι τα παγκόσμια αποθέματα βαμβακιού κινούνται κάθε χρόνο σε ποσότητες 18-20 εκατ. τόνων, με το 60% της ποσότητας αυτής να το κατέχει η Κίνα.

Η καλλιέργεια είναι πλήρως εκμηχανισμένη στην Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία, ενώ στην Ασία, σε ένα ποσοστό, έχει προχωρήσει η εκμηχάνιση, σε μεγάλο ποσοστό όμως οι καλλιεργητικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένης και της συγκομιδής, γίνονται με το χέρι. Στην Αφρική και γενικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων, οι καλλιεργητικές φροντίδες στο σύνολό τους γίνονται χειρωνακτικά, συμπεριλαμβανομένης και της συγκομιδής. Το τελευταίο, που συμβάλλει αποφασιστικά στο υψηλότερο κόστος παραγωγής του βαμβακιού, αντισταθμίζεται εν μέρει από την υψηλότερη ποιότητα του προϊόντος, αφού το βαμβάκι που συγκομίζεται με το χέρι είναι πολύ πιο καθαρό (μικρότερο ποσοστό ξένων υλών).

 

Ιστορικό

Το βαμβάκι ήταν γνωστό και καλλιεργούνταν από τους προϊστορικούς χρόνους. Σχετικές έρευνες δείχνουν πως το βαμβάκι πρωτοαναπτύχθηκε σε δύο περιοχές, εντελώς ανεξάρτητες και πολύ μακριά η μία από την άλλη: την Ινδία και την Αμερική.

Υπολείμματα ινών βαμβακιού, χρονολογούμενα το 5.800 π.Χ. βρέθηκαν σε μια σπηλιά, στο Τεχουνακάν του Μεξικού, ενώ από άλλες πηγές τεκμαίρεται, ότι το βαμβάκι πρωτοεγκαταστάθηκε στο Μεξικό μεταξύ 5.000 και 3.000 π.Χ.

Οι Έλληνες και οι Άραβες δεν γνώριζαν το βαμβάκι μέχρι την εποχή των πολέμων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού ο σύγχρονός του Μεγασθένης αναφέρει ότι «υπήρχαν δένδρα, στα οποία αναπτύσσεται μαλλί» στην Ινδία. Η αναφορά αυτή, μάλλον, αφορούσε το δενδρώδες βαμβάκι -Gossypium arboretum- που είναι είδος ιθαγενές των Ινδιών.

Στο Ιράν η καλλιέργεια του βαμβακιού πηγαίνει πίσω στον 5ο π.Χ. αιώνα, ενώ στο Περού ιθαγενές είναι το είδος Gossypium barbadense, το βαμβάκι το μακρόινο. Η μεγαλύτερη ποικιλομορφία άγριων ειδών βαμβακιού συναντάται στο Μεξικό και αμέσως μετά στην Αυστραλία και την Αφρική.

Η Ινδία καλλιέργησε πρώτη βαμβάκι, πέντε –τουλάχιστον– χιλιάδες χρόνια πριν. Σ’ ένα πανάρχαιο θρησκευτικό βιβλίο των Ινδών, το Rig Veda, που υποθέτουν πως γράφτηκε 1.500 χρόνια π.Χ., στον ύμνο 105 (στίχος 8) γίνεται λόγος για «νήματα στον αργαλειό» ενώ σε άλλο, νεότερο ιερό βιβλίο των Ινδών, τους Νόμους του Manu αναφέρεται το νήμα του βαμβακιού με το όνομα Kurpas ή Kupas, όπως είναι και σήμερα γνωστό το σύσπορο βαμβάκι στην Ινδία.

Στο πρώτο του ταξίδι στο Νέο Κόσμο ο Κολόμβος, διασχίζοντας τον Ατλαντικό, αντίκρισε την πρώτη στεριά, ένα νησί του συμπλέγματος Bahamas. «Όταν ήμασταν ακόμα στη βάρκα του καραβιού», γράφει στο ημερολόγιό του στις 12 Οκτωβρίου 1492, «οι ιθαγενείς ήρθαν προς το μέρος μας κολυμπώντας και μας έφεραν παπαγάλους, κουβάρια από βαμβακερό νήμα, ακόντια και πολλά άλλα πράγματα ….».

Στην αρχαία Ελλάδα το έφεραν οι Φοίνικες, τον 2ο αιώνα π.Χ. Η συστηματική παραγωγή άρχισε ουσιαστικά στη χώρα μας το 1930, οπότε και καλλιεργήθηκαν 220.000 στρ. με βαμβάκι.

Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε στην περιοχή της Ηλείας με το όνομα «βύσσος», γι’ αυτό και τα υφάσματα που κατασκεύαζαν ονομάζονταν «βύσσινα». Με το σημερινό του όνομα αναφέρεται για πρώτη φορά στη Νομοθεσία του Ιουστινιανού (6ο μ.Χ. αιώνα). Τον 10ο αιώνα μ.Χ. έχει διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα.

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας καλλιεργείται στη Θεσσαλία, στις Σέρρες και στην κοιλάδα του Κηφισού. Το 1911 καλλιεργείται σε 90.000 στρ. και το 1930 σε 220.000 στρ.

Για την επιστημονική και συστηματική μελέτη και αντιμετώπιση των προβλημάτων επέκτασης και εκσυγχρονισμού της καλλιέργειας, ιδρύεται το 1931 ο Οργανισμός Βάμβακος.

Στη χώρα μας πρωτοκαλλιεργήθηκε ένα είδος βραχύϊνο, το Gossypium herbaceum, το βαμβάκι το ποώδες, με άσπρες ή κεραμόχροες ίνες, αποκλειστικά και μόνο για την ικανοποίηση οικιακών αναγκών των καλλιεργητών.

Η βαμβακοκαλλιέργεια έλαβε ώθηση στην Ελλάδα από το 1864 και μετά, οπότε εξ αιτίας του πολέμου της Αμερικής, ανέβηκε η τιμή του, ενώ παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία εισαγωγής σπόρου ποικιλιών ενός περισσότερο εμπορικού είδους, του Gossypium hirsutum, με καλύτερη ανταπόκριση στο φυσικό μας περιβάλλον και επομένως με μεγαλύτερες αποδόσεις.

 

Καλλιέργεια

Το φυτό προσαρμόζεται γενικά σε περιοχές μεταξύ 37ο Β.Γ.Π. και 32ο Ν.Γ.Π., όπου η μέση θερμοκρασία του καλοκαιριού είναι υψηλότερη των 25οC, η ηλιοφάνεια υπερεπαρκής και οι βροχοπτώσεις μέτριες, δηλαδή μεταξύ 600 και 1200 mm (24-48 ίντσες) το χρόνο.

Είναι ιδιαίτερα απαιτητικό σε μια μακρά περίοδο απαλλαγμένη από παγετούς, που κυμαίνεται από 180-200 ημέρες και είναι ακόμα μεγαλύτερη για τα μακρόινα βαμβάκια, αφού το φυτό δεν ανέχεται τις χαμηλές θερμοκρασίες ούτε στο φύτρωμα, ούτε στη βλαστητική και αναπαραγωγική ανάπτυξη, ούτε στην ωρίμανση και το άνοιγμα των καψών. Απαιτεί, επίσης, περίοδο ελεύθερη από βροχοπτώσεις από το άνοιγμα των καψών μέχρι και τη συγκομιδή.

Από πλευράς εδάφους δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αφού το επίπεδο των θρεπτικών στοιχείων δεν χρειάζεται να είναι υψηλό. Προτιμά εδάφη μέσης σύστασης, ενώ δίνει ικανοποιητικές αποδόσεις και σε εδάφη ελαφρώς αλατούχα ή μετρίως ξηρά. Το τελευταίο, κάνει το βαμβάκι ελκυστική καλλιέργεια στις ξηρές (άγονες) και ημίξηρες περιοχές.

Γενικά, οι συνθήκες αυτές απαντώνται στις ξηρές τροπικές και υποτροπικές περιοχές τόσο του βόρειου όσο και του νότιου ημισφαίριου, στις οποίες το μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργούμενων με βαμβάκι εκτάσεων είναι αρδευόμενο και επομένως το φυτό δεν στηρίζει τις αποδόσεις του στο νερό των βροχοπτώσεων, όπως δηλαδή ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα μας.

Η εποχή σποράς στο βόρειο ημισφαίριο κυμαίνεται από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Ιουνίου (στην Ελλάδα συνήθως από 15 Απριλίου μέχρι 5 Μαΐου, νωρίτερα στη νότια και αργότερα στη βόρεια χώρα).

Στις ΗΠΑ, η περιοχή που είναι γνωστή ως Νότιες Πεδιάδες, αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία, συνεχόμενη έκταση καλλιέργειας βαμβακιού στον κόσμο. Εκεί η καλλιέργεια του βαμβακιού διεξάγεται ως ξηρική, με πολύ μικρές ποσότητες νερού για άρδευση.

Το βαμβάκι μπορεί να καλλιεργηθεί και για την παραγωγή ινών με φυσικό χρώμα διαφορετικό από το συνηθισμένο, το τυπικό άσπρο χρώμα που έχουν οι περισσότερες καλλιεργούμενες εμπορικές ποικιλίες. Τα υπόλοιπα φυσικά χρώματα που μπορεί να έχουν οι ίνες του βαμβακιού είναι το κόκκινο, το πράσινο και διάφορες αποχρώσεις του καφέ.

Στις τροπικές χώρες στις οποίες δεν συμβαίνει ποτέ παγετός, το βαμβάκι είναι φυτό πολυετές και όχι ετήσιο.

Στο γένος Gossypium της οικογένειας Malvaceae, στο οποίο ανήκει το βαμβάκι, έχουν ταυτοποιηθεί 36 διαφορετικά είδη, 32 αυτοφυή (άγρια) και 4 καλλιεργούμενα. Τα καλλιεργούμενα είναι:

-          Gossypium hirsutum αμερικάνικο ή χνουδωτό ή upland. Ιθαγενές της κεντρικής Αμερικής (Μεξικό - Καραϊβική - Νότια Φλόριδα) αποτελεί το 90% της παγκόσμιας παραγωγής.

-          Gossypium barbadense αιγυπτιακό ή βαρβαδινό ή μακρόινο. Ιθαγενές των τροπικών περιοχών της νότιας Αμερικής. Αποτελεί το 8% της παγκόσμιας παραγωγής.

-          Gossypium arboretum δενδρώδες ή ινδικό. Ιθαγενείς των Ινδιών και του Πακιστάν, αποτελεί λιγότερο από 2% της παγκόσμιας παραγωγής και

-          Gossypium herbaceum ποώδες ή κινέζικο ή ανατολικό. Ιθαγενές της νότιας Αφρικής και της Αραβικής Χερσονήσου. Λιγότερο από το 2% της παγκόσμιας παραγωγής.

Τα δύο πρώτα, που αποτελούν το 98% της σύγχρονης παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού, είναι γνωστά ως βαμβάκια του νέου κόσμου, ενώ τα δύο τελευταία, που καλλιεργούνταν ευρέως πριν το 1900, είναι γνωστά ως βαμβάκια του παλαιού κόσμου.

Από πλευράς προσαρμοστικότητας, η χώρα μας βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της ζώνης καλλιέργειας του βαμβακιού και γι’ αυτό η πρωιμότητα και ότι την ευνοεί είναι ο κυριότερος παράγοντας για την επιτυχία της καλλιέργειας.

Επειδή η γενετική πρωιμότητα (ποικιλίες βαμβακιού με μικρότερο βιολογικό κύκλο) είναι χαρακτηριστικό που συνδέεται με μικρού μήκους ίνα, χαρακτηριστικό ανεπιθύμητο για τις καλλιεργούμενες ποικιλίες βαμβακιού, αναζητούνται άλλοι παράγοντες σμίκρυνσης του βιολογικού κύκλου του φυτού σε χώρες με οριακή οικολογική προσαρμοστικότητα για το βαμβάκι, όπως τα ελαφριά εδάφη, η πρώιμη σπορά, η άριστη πυκνότητα σποράς, η ορθολογική ανόργανη λίπανση και άρδευση.

 


Οργανικό βαμβάκι

Ως οργανικό βαμβάκι θεωρείται εκείνο που παράγεται από συμβατικές ποικιλίες (χωρίς γενετική τροποποίηση) και χωρίς τη χρησιμοποίηση συνθετικών αγροχημικών, όπως ανόργανων λιπασμάτων και εντομοκτόνων. Το 2007 παράχθηκαν 265.000 μπάλες οργανικού βαμβακιού σε 24 χώρες, με την τάση παραγωγής να είναι σταθερά αυξητική από χρόνο σε χρόνο.

 

 

Οι ίνες και ο σπόρος του βαμβακιού

Αν και το βαμβάκι παράγει περισσότερο σπόρο από ίνες ανά μονάδα καλλιεργούμενης έκτασης, το φυτό καλλιεργείται για τις ίνες του, που είναι 8 έως και 10 φορές ακριβότερες από τον σπόρο. Ούτως ή άλλως το βαμβάκι ήταν, είναι και θα είναι το σπουδαιότερο κλωστικό φυτό στον κόσμο, με την παραγωγή του να απέχει τεράστια από την παραγωγή αντίστοιχων φυσικών (φυτικών) ινών άλλων κλωστικών φυτών, όπως το λινάρι και η κάνναβις.

Από την εμφάνιση στο παγκόσμιο εμπόριο των συνθετικών ινών, το 1936, από την εταιρεία Dupont, υπάρχει ένας συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ φυσικών (βαμβάκι) και συνθετικών ινών, με τις πρώτες να επικρατούν σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ευεξίας και να υποχωρούν σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια σχετική ισορροπία στην κατανάλωση μεταξύ φυσικών και συνθετικών ινών, με τις δύο κατηγορίες περίπου να μοιράζονται τις χρησιμοποιούμενες σε παγκόσμια κλίμακα ποσότητες ινών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίνες του βαμβακιού και τα πολυποίκιλα προϊόντα που παράγονται από αυτές είναι πολύ πιο ανθεκτικά στο χρόνο από τα αντίστοιχα προϊόντα των συνθετικών ινών και πολύ πιο ακριβά όμως.

Η κατά κεφαλή κατανάλωση εκκοκκισμένου βαμβακιού ετησίως, αποτελεί ένα από τα κριτήρια ανάπτυξης μιας χώρας. Στις ΗΠΑ η κατανάλωση είναι 11 κιλά, στην Ασία 1,9 κιλά, στην Αφρική 1,1 κιλά και στη χώρα μας 4 κιλά.

Η χημική σύνθεση της ίνας του βαμβακιού είναι: κυτταρίνη 91%, νερό 7,85%, πηκτινικές ουσίες 0,55%, λιπαρές ουσίες 0,40% και μεταλλικά άλατα 0,20%.

Για να σχηματιστεί η ίνα διέρχεται δύο διακεκριμένα στάδια: το στάδιο της επιμήκυνσης, κατά το οποίο η ίνα αυξάνεται συνεχώς μέχρι να αποκτήσει το τελικό της μήκος και το οποίο διαρκεί 20 ημέρες (15-25) και το στάδιο της πάχυνσης των τοιχωμάτων της που διαρκεί ίδιο χρόνο περίπου. Η πάχυνση της ίνας γίνεται σε ομόκεντρους δακτύλιους και κάθε μέρα σχηματίζεται ένα στρώμα (κάθε ίνα είναι ένα επιδερμικό κύτταρο του βαμβακόσπορου που εσωτερικά μοιάζει με άδειο σωλήνα). Κατά την πάχυνση ζάχαρα, που είναι προϊόντα της φωτοσύνθεσης, μεταφέρονται στην ίνα. Τα ζάχαρα, στη συνέχεια, μετατρέπονται σε κυτταρίνη και το προϊόν εναποτίθεται στο εσωτερικό του αρχικού τοιχώματος.

Οι ίνες σε υγρό και θερμό καιρό γίνονται πιο μακριές και πιο χονδρές. Σε συνθήκες ξηρασίας και καλής ηλιοφάνειας γίνονται λεπτές, αλλά πιο κοντές. Τα πλούσια χωράφια δίνουν ίνες λεπτές, ενώ στα φτωχά χωράφια περιορίζεται η ανάπτυξή τους.

Στο σπόρο του βαμβακιού, εκτός από τις ίνες, σχηματίζεται και λάδι. Το λάδι αρχίζει να σχηματίζεται στο σπόρο 15 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση του άνθους και μέχρι τις 50 ημέρες. Η περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι κυμαίνεται από 18-25%, λιγότερο στο χνουδωτό ή αμερικάνικο βαμβάκι και περισσότερο στο βαμβάκι το αιγυπτιακό. Το βαμβακέλαιο, μετά το ραφινάρισμα που υφίσταται, είναι λάδι βρώσιμο από τον άνθρωπο, όπως και τα υπόλοιπα φυτικά λάδια. Η βαμβακόπιττα, που προκύπτει ως υποπροϊόν της σπορελαιουργίας, μετά την αφαίρεση του λαδιού από το σπόρο, συνιστά μια καλή ζωοτροφή για τα μηρυκαστικά.

Στο σπόρο του βαμβακιού, αλλά και σε άλλα μέρη του φυτού, υπάρχει μια ουσία πολυφαινολικής φύσης, η γκοσσυπόλη, που είναι στερεά, κρυσταλλική, κίτρινη, διαλυτή σε αρκετούς οργανικούς διαλύτες και αδιάλυτη στο νερό. Η περιεκτικότητα του σπόρου σε γκοσσυπόλη κυμαίνεται από 0,57-2,41% και διακρίνεται σε ελεύθερη και ενωμένη. Η ελεύθερη είναι τοξική και αντιθρεπτική για ορισμένα ζώα (πτηνά - γουρούνια - κουνέλια). Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν καταφέρει να αδρανοποιήσουν το γονίδιο που παράγει την γκοσσυπόλη και έτσι η παραγόμενη ζωοτροφή είναι ακίνδυνη για όλα τα είδη των ζώων.

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ 2

Γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι

Το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι δημιουργήθηκε με στόχο τη μείωση της χρησιμοποίησης εντομοκτόνων στην καλλιέργεια. Το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι είναι ανθεκτικό στο glyphosate, που είναι ένα ζιζανιοκτόνο ευρέος φάσματος.

Από πλευράς καλλιεργουμένων εκτάσεων 250 εκατ. στρέμματα ή περίπου το 69% της συνολικής παγκόσμιας έκτασης, καλλιεργήθηκαν με ποικιλίες βαμβακιού γενετικά τροποποιημένες το 2011.

Πρώτη χώρα στον κόσμο στην καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού είναι η Ινδία (106 εκατ. στρέμματα ή το 88% της συνολικής της έκτασης) και ακολουθούν οι ΗΠΑ (40 εκατ. στρέμματα), η Κίνα (39 εκατ. στρέμματα) και το Πακιστάν (26 εκατ. στρέμματα). Ποικιλίες βαμβακιού γενετικά τροποποιημένες καλλιεργούνται, επίσης, στην Αυστραλία, την Αργεντινή, τη Μιανμάρ, την Μπουργκίνα Φάσο, τη Βραζιλία, το Μεξικό, την Κολομβία, τη νότια Αφρική και την Κόστα Ρίκα. Σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε στην Ινδία και διήρκεσε αρκετά χρόνια, η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού, αύξησε τις αποδόσεις και το κέρδος και βελτίωσε το επίπεδο ζωής των μικρών παραγωγών.

 

 

Θέματα της ίδιας ενότητας
12.18.2020 12:47

Η ευφυής γεωργία αύξησε την παραγωγή στα βιολογικά φασόλια των Πρεσπών
Την εισαγωγή πρακτικών στη γεωργία ακριβείας, ήτοι ευφυούς γεωργίας σε βιολογικές καλλιέργειες, έχουν αναλάβει η Εταιρία Προστασίας...

11.15.2019 14:49

Δέσμευση Μητσοτάκη για επιστροφή του προπληρωμένου ΕΦΚ στο κρασί
Ο πρωθυπουργός τόνισε πως ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο κρασί ήταν ένας άδικος φόρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

10.04.2019 14:28

Ελιές και ελαιόλαδο της Ελλάδας εξαιρούνται από τους αμερικανικούς δασμούς
Η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης εκφράζει την ικανοποίηση της για την εξέλιξη.

Λ.ΣΥΓΓΡΟΥ 35, ΤΚ:11743, ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ 210-9249571/2, FAX:210-9249573
<