Ξηροί καρποί με… μέλλον

27-11-2013, 14:19
Ξηροί καρποί με… μέλλον

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΥΓΟΥΛΑΣ

Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Εξακολουθούν και σήμερα να είναι σημαντικά τα περιθώρια παραγωγής και διάθεσης στα ακρόδρυα, που ονομάζονται και «καρποί με κέλυφος» και είναι φιστικιά ή αμυγδαλιά ή καρυδιά ή καστανιά και ή φουντουκιά.

Τα ακρόδρυα, που ο κόσμος τα γνωρίζει και ως ξηρούς καρπούς και στα οποία η ελληνική παραγωγή είναι ελλειμματική, παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για πολλές περιοχές της χώρας μας.

Το κενό καλύπτεται από εισαγωγές, ενώ οι τιμές τους στην αγορά είναι πολύ ικανοποιητικές και οι Έλληνες παραγωγοί φιστικιών, αμυγδάλων, καρυδιών, κάστανων και φουντουκιών, προσπορίζονται ένα αξιοπρεπές εισόδημα. Είναι, επίσης, υψηλή η ποιότητα των προϊόντων των ακρόδρυων που παράγονται στη χώρα μας, ενώ τα περιθώρια επέκτασης της καλλιέργειάς τους είναι αξιοσημείωτα.

Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με την αμυγδαλιά, την καρυδιά και τη φουντουκιά, ενώ για τη φιστικιά και την καστανιά θα συζητήσουμε σε επόμενο δημοσίευμά μας.

 

Στοιχεία παραγωγής-εισαγωγής-τιμές παραγωγών

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας, κατά το έτος 2012 η αμυγδαλιά στη χώρα μας κατέλαβε έκταση 135.000 στρέμματα και η παραγωγή αμυγδάλων ανήλθε σε 29.000 τόνους. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές έφτασαν στους 6.000 τόνους, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια επέκτασης της καλλιέργειας. Η μεσοσταθμική τιμή την οποία απόλαυσε ο παραγωγός (στοιχεία εσοδείας 2011) έφτασε τα 1,38 ευρώ ανά κιλό.

Την ίδια χρονιά (2012) η καρυδιά καλλιεργήθηκε σε έκταση 110.000 στρέμματα και η παραγωγή έφτασε στους 25.000 τόνους. Οι εισαγωγές έφτασαν σε ποσότητα 2.500 τόνων και η τιμή στον παραγωγό (εσοδεία 2011) ήταν μεσοσταθμικά 2,32 ευρώ ανά κιλό.

Τέλος, η φουντουκιά καλλιεργήθηκε το 2012 σε έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων και η παραγωγή που συγκομίστηκε έφτασε τους 1.200 τόνους. Οι εισαγωγές έφτασαν τους 2.300 τόνους (σχεδόν διπλάσια ποσότητα από την εγχώρια παραγωγή) και η τιμή στον παραγωγό ήταν 1,55 ευρώ ανά κιλό.

Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στοιχεία δεν έχουν δεδομένο και πάντοτε ισχυρό βαθμό αξιοπιστίας και γι’ αυτό παρατίθενται με κάποια επιφύλαξη.

 

Αμυγδαλιά

Κυριότερες χώρες παραγωγής αμυγδάλων παγκοσμίως είναι οι ΗΠΑ, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κίνα, το Ιράν, η Τυνησία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Πακιστάν.

Στην Ελλάδα η αμυγδαλιά καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της χώρας, με κυριότερους τους Νομούς της Λάρισας και της Μαγνησίας.

Η αμυγδαλιά είναι ένα από τα πιο παλιά ακρόδρυα, με το φαγώσιμο σπέρμα της (ψίχα) να αποτελεί το φαγώσιμο προϊόν. Το αμύγδαλο χρησιμοποιείται ως επιδόρπιο και στη ζαχαροπλαστική (κουφέτα, διάφορα γλυκά, αμυγδαλόγαλα). Το αμύγδαλο είναι και αναψυκτικό ποτό, η γνωστή σουμάδα. Τα αμύγδαλα χρησιμοποιούνται ακόμα για την παραγωγή αμυγδαλέλαιου, που βρίσκει εφαρμογή στη βιομηχανία καλλυντικών. Τα υπολείμματα από την παραγωγή των αμυγδαλέλαιων είναι δηλητηριώδη και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφή.

Η αμυγδαλιά είναι δέντρο των θερμών και ξηρών κλιμάτων. Περιοριστικοί παράγοντες στην ομαλή ανάπτυξή της είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και της άνοιξης και οι πολύ υψηλές του καλοκαιριού. Κατά την ανθοφορία, θερμοκρασίες κοντά στους -4 βαθμούς Κελσίου για μισή μόνο ώρα μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές, ενώ υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι και έλλειψη νερού προκαλούν συρρίκνωση της ψίχας. Από πλευράς υψομέτρου, η αμυγδαλιά μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι και 100 μέτρα.

Οι ανάγκες της αμυγδαλιάς σε ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών είναι μικρές (250-400 ώρες με θερμοκρασία κάτω από τους 7 βαθμούς Κελσίου). Γι’ αυτό και η αμυγδαλιά βλαστάνει και ανθίζει νωρίτερα απ’ όλα τα άλλα καρποφόρα δέντρα και ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα.

Η βλαστική περίοδος θα πρέπει να είναι μακρά, ζεστή, χωρίς βροχοπτώσεις και υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία. Οι βροχοπτώσεις και ο κρύος καιρός κατά την περίοδο της ανθοφορίας περιορίζουν τη δραστηριότητα των μελισσών και τη σταυρεπικονίαση και επομένως μειώνουν την παραγωγή. Επίσης, οι βροχοπτώσεις και η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ευνοούν την ανάπτυξη μυκητολογικών και βακτηριολογικών ασθενειών. Κανονική ανάπτυξη αμυγδάλων επιτυγχάνεται σε περιοχές με μακρύ, χωρίς βροχές καλοκαίρι, αλλά σε αρδευόμενους αμυγδαλεώνες.

Η αμυγδαλιά ευδοκιμεί σε ευρεία ποικιλία εδαφών από τα αμμοπηλώδη μέχρι τα αργιλοαμμώδη. Προτιμά όμως τα ελαφρά, γήινα, βαθιά και καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Είναι, επίσης, είδος ανθεκτικό, που επιβιώνει επί μακρόν σε ξηρά εδάφη, η παραγωγή της όμως μειώνεται σημαντικά, όταν καλλιεργείται υπό ξηρικές συνθήκες.

Η αρχική εγκατάσταση του αμυγδαλεώνα και η φύτευση των δενδρυλλίων πρέπει να γίνεται νωρίς το χειμώνα, πριν την εκβλάστηση των οφθαλμών.

Η αμυγδαλιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από τον όγδοο έως τον δέκατο χρόνο της ηλικίας της και η παραγωγική της ζωή υπολογίζεται σε 50 και πλέον χρόνια.

Η συγκομιδή διαρκεί από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τον Οκτώβριο, ανάλογα με την ποικιλία. Συνήθως γίνεται με τα χέρια (με προσεκτικό ράβδισμα και μάζεμα από το έδαφος και με τη χρήση δικτύου συλλογής) ή με μηχανικά μέσα (με δονητές και μάζεμα με αμυγδαλοσυλλεκτικές μηχανές).

Αμέσως μετά τη συγκομιδή οι καρποί αποφλοιώνονται με ειδικά αποφλοιωτικά μηχανήματα και στη συνέχει αποξηραίνονται στον ήλιο σε ξηραντήρια (με θερμοκρασία 40-42 βαθμούς Κελσίου).

Τα αμύγδαλα πωλούνται είτε με το κέλυφος είτε ως ψίχα, που είναι πλούσια πηγή λιπών, πρωτεϊνών, αλάτων ασβεστίων, καλίου, φωσφόρου και βιταμινών. Η ενεργειακή αξία της ψίχας είναι 698 θερμίδες ανά 100 γραμμάρια.

 

Καρυδιά

Κυριότερες χώρες παραγωγής καρυδιών είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Τουρκία και ακολουθούν η Ρουμανία και η Σερβία. Στην Ελλάδα η καλλιέργεια της καρυδιάς απαντάται σε πολλές περιοχές της χώρας, με κυριότερες την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία.

Η καρυδιά κατάγεται από μια ευρεία περιοχή που εκτείνεται από τα Καρπάθια Όρη, διέρχεται από την Τουρκία, το Ιράκ, το Ιράν, το Αφγανιστάν και τα νότια της Ρωσίας μέχρι τα βόρεια της Ινδίας. Στη χώρα μας μάλλον την έφεραν Έλληνες από το Ιράν.

Η καρυδιά καλλιεργείται για τους καρπούς της, που τρώγονται νωπά και ξηρά. Η ξερή ψίχα χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και για την παραγωγή καρυδέλαιου. Η ψίχα θεωρείται καλής ποιότητας όταν αποτελείται από ομοιόμορφα μισά του σπέρματος και έχει λευκή απόχρωση. Η καρυδιά είναι, επίσης, αντικείμενο δασικής εκμετάλλευσης για το πολύτιμο ξύλο της.

Η καρυδιά είναι ευαίσθητη τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλές θερμοκρασίες. Μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών υπάρχει σημαντική διαφορά όσον αφορά την ανθεκτικότητά της στις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ οι περισσότερες ποικιλίες δεν είναι ανθεκτικές στις υπερβολικά χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα.

Το ποσό του χειμερινού ψύχους που χρειάζεται ένα δέντρο καρυδιάς για να διακόψει το λήθαργό του κυμαίνεται μεταξύ 700 και 1.500 ωρών ψύχους (7 βαθμούς Κελσίου ή κάτω από 7 βαθμούς Κελσίου) ανάλογα με την ποικιλία. Οι γαλλικές ποικιλίες θεωρούνται πιο ανθεκτικές στις χαμηλές θερμοκρασίες από τις ποικιλίες της Καλιφόρνιας. Οι βροχές αργά την άνοιξη, μετά την έκπτυξη των φύλλων, ευνοούν την εξάπλωση του βακτηρίου Xanthomonas juglandis, που προκαλεί σοβαρές ζημιές στα δέντρα.

Οι ανοιξιάτικοι παγετοί προκαλούν ζημιές κυρίως στις ορεινές περιοχές, στις οποίες θα πρέπει να επιλέγονται τοποθεσίες απαλλαγμένες από παγετούς (μικροκλίματα) ή όψιμες ποικιλίες που βλαστάνουν μετά την παρέλευση των παγετών.

Η καρυδιά ευδοκιμεί σε εδάφη όπου το ριζικό σύστημα αναπτύσσεται απρόσκοπτα σε βάθος 3-3,5 μέτρων, καλά αεριζόμενα και στραγγιζόμενα.

Ιδιαίτερα κατάλληλο για την καρυδιά έδαφος είναι το βαθύ, με αμμοπηλώδη σύσταση, καλά αποστραγγιζόμενο, αρδευόμενο, πλούσιο σε οργανική ουσία.

Ανέχεται PH εδάφους 5-8 και είναι ευαίσθητη σε υψηλές συγκεντρώσεις νατρίου, χλωρίου και βορίου. Οι πιο κατάλληλες περιοχές είναι οι δροσερές παραποτάμιες, οι πρόποδες των λόφων και οι παραθαλάσσιες.

Η φύτευση των δενδρυλλίων, χωρίς μπάλα χώματος, γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες.

Η συγκομιδή αρχίζει από τα μέσα Σεπτεμβρίου και συνεχίζεται μέχρι το Νοέμβριο. Γίνεται με τους ίδιους τρόπους, όπως και στην αμυγδαλιά. Μετά τη συγκομιδή οι καρποί αποφλοιώνονται, πλένονται και αποξηραίνονται. Την αποξήρανση ακολουθεί η λεύκανση, που κάνει το κέλυφος ξανθόχρωμο, πιο ελκυστικό στην εμφάνιση και χωρίς καμία απολύτως επίπτωση στην ποιότητα των καρυδιών. Η λεύκανση γίνεται συνήθως σήμερα με διάλυμα 2% υποχλωριώδους νατρίου και όχι με διοξείδιο του θείου που γινόταν παλαιότερα.

 

Φουντουκιά

Κυριότερες χώρες παραγωγής φουντουκιών στον κόσμο είναι η Τουρκία και ακολουθούν σε απόσταση η Ιταλία και ακόμα μεγαλύτερη απόσταση η Ισπανία και οι ΗΠΑ. Στη χώρα μας, κύριο γεωγραφικό διαμέρισμα καλλιέργειας της φουντουκιάς είναι η Μακεδονία.

Η φουντουκιά αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με κλίμα ψυχρό και υγρό, χωρίς ακραίες θερμοκρασίες. Το χειμώνα τα βλαστικά της μέρη αντέχουν σε θερμοκρασίες μέχρι -24 βαθμούς Κελσίου, ενώ τα άνθη ζημιώνονται σε θερμοκρασίες κάτω των -9 βαθμών Κελσίου. Το καλοκαίρι είναι ανεπιθύμητες θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 37 βαθμούς Κελσίου, ιδιαίτερα σε περιοχές που η φουντουκιά καλλιεργείται ως ξηρική. Από πλευράς βροχόπτωσης, κατάλληλες για τη φουντουκιά θεωρούνται οι περιοχές με ετήσιο ύψος βροχόπτωσης μεταξύ 600 mm και 800 mm. Οι ανάγκες των ποικιλιών σε ψύχος καλύπτονται επαρκώς με 800-1.600 ώρες θερμοκρασιών κάτω από 7 βαθμούς Κελσίου, ενώ όσον αφορά το υψόμετρο, αποδίδει ικανοποιητικά σε 250-600 μέτρα.

Ο τύπος του εδάφους που ενδείκνυται για την καλλιέργεια της φουντουκιάς ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις το έδαφος πρέπει να είναι βαθύ (2,6-3,5 μέτρα ή βαθύτερο), γόνιμο και να αποστραγγίζει πολύ καλά. Η φουντουκιά δεν ευδοκιμεί σε βαριά εδάφη, ενώ η καλή αποστράγγιση του εδάφους σε συνδυασμό με την ικανότητά του να αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού για την ικανοποίηση των αναγκών της κατά την ξηρική περίοδο, αποτελούν τις δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για την καλή ανάπτυξη του ριζικού συστήματος.

Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβριο, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, νωρίς το Μάρτιο, πριν από το φούσκωμα των οφθαλμών. Το δέντρο μπαίνει σε καρποφορία από τον τέταρτο χρόνο, η απόδοση μεγιστοποιείται τον έκτο χρόνο και σταθεροποιείται μέχρι τον δωδέκατο. Η σταθεροποίηση αυτή της παραγωγής διαρκεί μέχρι και τον πεντηκοστό περίπου χρόνο, οπότε η απόδοση αρχίζει να μειώνεται.

Η συγκομιδή αρχίζει από τα τέλη Αυγούστου και γίνεται με τα χέρια ή με μηχανικά μέσα, όπως και στην αμυγδαλιά και στην καρυδιά. Αμέσως μετά τη συγκομιδή οι καρποί αποφλοιώνονται και αποξηραίνονται. Μετά την αποξήρανση ακολουθεί η λεύκανση και η προώθηση στην αγορά. 

 

Θέματα της ίδιας ενότητας
10.14.2022 16:54

Γεωργαντάς: Ψυχή της γης μας η Ελληνίδα αγρότισσα
Το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελληνίδα αγρότισσα στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά και τη προσφορά της στην ελληνική κοινωνία και...

10.14.2022 16:54

Γεωργαντάς: Ψυχή της γης μας η Ελληνίδα αγρότισσα
Το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελληνίδα αγρότισσα στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά και τη προσφορά της στην ελληνική κοινωνία και...

10.14.2022 16:54

Γεωργαντάς: Ψυχή της γης μας η Ελληνίδα αγρότισσα
Το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελληνίδα αγρότισσα στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά και τη προσφορά της στην ελληνική κοινωνία και...

Λ.ΣΥΓΓΡΟΥ 35, ΤΚ:11743, ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ 210-9249571/2, FAX:210-9249573
<